- ὑπέκθεσις
- ὑπέκθεσιςa removing secretlyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπεκθέσει — ὑπέκθεσις a removing secretly fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπεκθέσεϊ , ὑπέκθεσις a removing secretly fem dat sg (epic) ὑπέκθεσις a removing secretly fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέκθεσιν — ὑπέκθεσις a removing secretly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέκθεση — η / ὑπέκθεσις, έσεως, ΝΑ [ὑπεκτίθημι] νεοελλ. έκθεση φωτογραφικής πλάκας στο φως για λιγότερο χρόνο από τον απαιτούμενο αρχ. 1. κρυφή έκθεση 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέκθεσις ὑπόθεσις» … Dictionary of Greek